χρυσόπορος
German (Pape)
[Seite 1382] golden hindurchgehend, μίτοι Paul. Sil. ecphr. 388.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόπορος: -ον, ὁ ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένος, μίτοι χρ., κλωσταὶ ἐκ χρυσοῦ, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 388, ὕποπτ.
Greek Monolingual
-ον, Μ
χρυσοποίκιλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πορος (< πόρος), πρβλ. ὑδρό-πορος, αν δεν πρόκειται για δ. γρφ. αντί του χρυσοφόρος.