χρυσοφόρος
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
English (LSJ)
χρυσοφόρον,
A wearing gold, golden ornaments or apparel, Μῆδοι Simon.90; παρθένοι Lycophronid.1, cf. Hdt.4.104; δειρή E.Hec. 152 (anap.).
b epithet of Ὁμόνοια, BMus.Inscr.4.481*.471 (Ephes., ii A. D.).
2 as a priestly title (cf. χρυσοφορέω 1), συνέδριον χρυσοφόρων Ephes.2 No.83c; χ. στρατηγός BCH28.81 (Tralles); χ. alone, CIG2929 (ibid.).
3 carrying gold, ἡμίονος App.Mith.82.
4 producing gold, περὶ χ. γῆς, title of work by Teucer Cyzic. ap. Suid. s.v. Τεῦκρος.
II χρυσοφόρον, τό, = ἤλεκτρον 1, Dsc.1.83.
German (Pape)
[Seite 1382] 1) Gold, goldene Kleider, goldenen Schmuck tragend; Eur. Hec. 150; Her. 4, 104; παρθένοι Ath. XIII, 564 b; σπατάλη Περσῶν Rufin. 37 (V, 27). – 2) Gold bringend, hervorbringend, Goldsand mit sich führend, von Flüssen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des vêtements ou des parures d'or.
Étymologie: χρυσός, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοφόρος: носящий золотые украшения или шитую золотом одежду (ἄνδρες Her.): δειρὴ χ. Soph. шея, украшенная золотым ожерельем; χ. σπατάλη Anth. богатые золотые украшения.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοφόρος: -ον, ὁ φορῶν χρυσᾶ κοσμήματα ἢ χρυσῆν στολήν, Μῆδοι Σιμωνίδ. 93 (149)· παρθένων τῶν χρυσοφόρων Λυκοφρονίδης παρ’ Ἀθην. 561Α, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 104, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 150· - ὡς προσωνυμία τιμητικὴ ἢ σημεῖον ἀξιώματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2929. 2) ὁ μεταφέρων χρυσόν, ἡμίονος Ἀππ. Μιθριδ. 82. 3) ὁ παράγων χρυσόν, γῆ, «Τεῦκρος ὁ Κυζικηνὸς ὁ γράψας περὶ χρυσοφόρου γῆς» Σουΐδ. ΙΙ. τὸ χρυσοφόρον, = ἤλεκτρον Ι, Διοσκ. 1. 113.
Greek Monolingual
-α, -ο / χρυσοφόρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που φορεί χρυσά, χρυσοποίκιλτα ενδύματα («Ἑλλήνων προμαχοῦν
τες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν», Σιμων.)
2. αυτός που παράγει ή που περιέχει χρυσό (α. «χρυσοφόρα κοιτάσματα» β. «ὁ γράψας περὶ χρυσοφόρου γῆς», λεξ. Σούδα)
(νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσοφόρος
ζωολ. κολεόπτερο έντομο της Νότιας Αμερικής με ωραία χρώματα
μσν.
χρυσοστόλιστος («χρυσοφόροις θαλάμοις», Θεοφύλ.)
αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει χρυσό («χρυσοφόρος ἡμίονος», Αππ.)
2. τιμητική προσωνυμία αξιωματούχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φόρος].
Greek Monotonic
χρῡσοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φορά χρυσό, δηλ. χρυσά στολίδια, σε Ηρόδ., Ευρ.
Middle Liddell
χρῡσο-φόρος, ον, φέρω
wearing gold, i. e. golden ornaments, Hdt., Eur.