ψαμμαῖος

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

α, ον,

   A sandy, Inscr.Prien.326.2.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ
αμμώδης
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψαμμαῑα
η άμμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].