έναστρος

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο και ενάστερος, -η, -ο (Α ἔναστρος, -ον)
ο γεμάτος αστέρια, ο αστροφώτιοτος («έναστρος ουρανός»)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα αστέρια
2. λαμπερός, αστερόφεγγος, φωτεινός («ἔναστροι ἰδέαι»).