δύσομβρος

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A stormy: metaph., βέλη S.Ant.358 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσομβρος: -ον, τρικυμιώδης, θυελλώδης, ῥαγδαῖος, Σοφ. Ἀντ. 358.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe comme une pluie violente.
Étymologie: δυσ-, ὄμβρος.

Spanish (DGE)

-ον de lluvia inclemente fig. βέλη S.Ant.358.

Greek Monolingual

δύσομβρος, -ον (Α)
τρικυμιώδης, θυελλώδης.