δύσομβρος
From LSJ
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
English (LSJ)
[ῠ], ον<, stormy: metaph., βέλη S.Ant.358 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον de lluvia inclemente fig. βέλη S.Ant.358.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tombe comme une pluie violente.
Étymologie: δυσ-, ὄμβρος.
Russian (Dvoretsky)
δύσομβρος: подобный разрушительному ливню, бурный: δύσομβρα βέλα Soph. сильные ливни.
Greek (Liddell-Scott)
δύσομβρος: -ον, τρικυμιώδης, θυελλώδης, ῥαγδαῖος, Σοφ. Ἀντ. 358.
Greek Monolingual
δύσομβρος, -ον (Α)
τρικυμιώδης, θυελλώδης.
Greek Monotonic
δύσομβρος: -ον, θυελλώδης, τρικυμιώδης, σε Σοφ.