[Seite 1396] gestrichen, vom Maaße, Ggstz κορυστός.
-ή, -όν, Α ψήχωφρ. «ψηκτὸς μόδιος» — μόδιος, γεμάτος ώς το στόμιο, χωρίς να σχηματίζεται σωρός (Στέφ. Βυζ.).