ψηκτός

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηκτός Medium diacritics: ψηκτός Low diacritics: ψηκτός Capitals: ΨΗΚΤΟΣ
Transliteration A: psēktós Transliteration B: psēktos Transliteration C: psiktos Beta Code: yhkto/s

English (LSJ)

μόδιος, filled only level with the brim, i.e. not heaped up (κορυστός), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1396] gestrichen, vom Maaße, Gegensatz κορυστός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψήχω
φρ. «ψηκτὸς μόδιος» — μόδιος, γεμάτος ώς το στόμιο, χωρίς να σχηματίζεται σωρός (Στέφ. Βυζ.).