μόδιος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόδιος Medium diacritics: μόδιος Low diacritics: μόδιος Capitals: ΜΟΔΙΟΣ
Transliteration A: módios Transliteration B: modios Transliteration C: modios Beta Code: mo/dios

English (LSJ)

ὁ, = Lat.
A modius, a dry measure, = 1/6 μέδιμνος, for which it is f.l. in Din.1.43, cf. OGI533.30 (i B. C.), Plu.Demetr.33.
2 vessel of this capacity, Ev.Matt.5.15.
II a measure of length, = 200 ὀργυιαί, Hero *Geom.4.12.

German (Pape)

[Seite 197] ὁ, 1) ein Getreidemaaß, modius, der dritte Teil der amphora, = 16 sextarii, χίλιοι μόδιοι πυρῶν, Din. 1, 43, sonst nur Sp., wie Plut. Demetr. 33. – 2) bei Hero in mathem. vett. auch ein Längenmaaß zum Landmessen.

Russian (Dvoretsky)

μόδιος: ὁ (лат. medius) модий (= 1 / 6 медимна) NT.

Greek (Liddell-Scott)

μόδιος: ὁ μέτρον ξηρῶν, κυρίως σιτηρῶν Λατ. modius, = πρὸς τὸ ἕκτον τοῦ μεδίμνου, περίπου 8 3/4 λίτρ., Δείναρχ. 95. 37, Πλουτ. Δημήτρ. 33· - ἀγγεῖον τοιαύτης χωρητικότητος, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 15. ΙΙ. μέτρον μήκους ἴσον πρὸς 200 ὀργυιάς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἥρωνος.

English (Strong)

of Latin origin; a modius, i.e. certain measure for things dry (the quantity or the utensil): bushel.

English (Thayer)

μοδιου, ὁ, the Latin modius, a dry measure holding 16 sextarii (or one sixth of the Attic medimnus; commentary Nepos, Attic 2 (i. e. about a peck, A. V. bushel; cf. BB. DD. under the phrase, Weights and Measures)): Luke 11:33.

Greek Monolingual

ο (Α μόδιος)
βλ. μόδι.

Greek Monotonic

μόδιος: ὁ, μονάδα μέτρησης ξηρών (σιτηρών συνήθως), Λατ. modius = το ένα έκτο του μέδιμνου, περίπου 2 αγγλικά γαλόνια, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μόδιος, ὁ,
a dry measure, Lat. modius, = the sixth of a medimnus, about 2 gallons, NTest.

Chinese

原文音譯:mÒdioj 摩笛哦士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:配克(乾糧單位)
字義溯源:斗;乾糧單位,約合三加侖
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編
1) 斗(3) 太5:15; 可4:21; 路11:33

French (New Testament)

ου (ὁ) boisseau (mesure de capacité d'environ 8,75 litres)
[lat. modius]