μόδιος
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A modius, a dry measure, = 1/6 μέδιμνος, for which it is f.l. in Din.1.43, cf. OGI533.30 (i B. C.), Plu.Demetr.33.
2 vessel of this capacity, Ev.Matt.5.15.
II a measure of length, = 200 ὀργυιαί, Hero *Geom.4.12.
German (Pape)
[Seite 197] ὁ, 1) ein Getreidemaaß, modius, der dritte Teil der amphora, = 16 sextarii, χίλιοι μόδιοι πυρῶν, Din. 1, 43, sonst nur Sp., wie Plut. Demetr. 33. – 2) bei Hero in mathem. vett. auch ein Längenmaaß zum Landmessen.
Russian (Dvoretsky)
μόδιος: ὁ (лат. medius) модий (= 1 / 6 медимна) NT.
Greek (Liddell-Scott)
μόδιος: ὁ μέτρον ξηρῶν, κυρίως σιτηρῶν Λατ. modius, = πρὸς τὸ ἕκτον τοῦ μεδίμνου, περίπου 8 3/4 λίτρ., Δείναρχ. 95. 37, Πλουτ. Δημήτρ. 33· - ἀγγεῖον τοιαύτης χωρητικότητος, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 15. ΙΙ. μέτρον μήκους ἴσον πρὸς 200 ὀργυιάς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἥρωνος.
English (Strong)
of Latin origin; a modius, i.e. certain measure for things dry (the quantity or the utensil): bushel.
English (Thayer)
μοδιου, ὁ, the Latin modius, a dry measure holding 16 sextarii (or one sixth of the Attic medimnus; commentary Nepos, Attic 2 (i. e. about a peck, A. V. bushel; cf. BB. DD. under the phrase, Weights and Measures)): Luke 11:33.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μόδιος: ὁ, μονάδα μέτρησης ξηρών (σιτηρών συνήθως), Λατ. modius = το ένα έκτο του μέδιμνου, περίπου 2 αγγλικά γαλόνια, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μόδιος, ὁ,
a dry measure, Lat. modius, = the sixth of a medimnus, about 2 gallons, NTest.
Chinese
原文音譯:mÒdioj 摩笛哦士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:配克(乾糧單位)
字義溯源:斗;乾糧單位,約合三加侖
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 斗(3) 太5:15; 可4:21; 路11:33
French (New Testament)
ου (ὁ) boisseau (mesure de capacité d'environ 8,75 litres)
[lat. modius]