ψηφοφορῶ, -έω, ΝΑ, και ψηφηφορῶ Α ψηφοφόροςψηφίζωνεοελλ.έχω το δικαίωμα της ψήφουαρχ.εκλέγω με ψήφο («ἐπειδὴ τοὺς νομοθέτας ψηφηφορεῑν ἔδει», Διον. Αλ.).