ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ψηφοφορῶ, -έω, ΝΑ, και ψηφηφορῶ Α ψηφοφόρος
ψηφίζω
νεοελλ.
έχω το δικαίωμα της ψήφου
αρχ.
εκλέγω με ψήφο («ἐπειδὴ τοὺς νομοθέτας ψηφηφορεῖν ἔδει», Διον. Αλ.).