ψυχεῖον

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

τό,

   A place for cooling water, Semus 4.

German (Pape)

[Seite 1403] τό, auch ψυχίον, Ort zum Abkühlen, bes. des Wassers, ὀρυκτά Ath. III, 123 d.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχεῖον: τό, τόπος πρὸς ψῦξιν ὕδατος, Σῆμος περ’ Ἀθην. 123D.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
χώρος κατάλληλος για ψύξη, κυρίως νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + επίθημα -εῖον (πρβλ. πορν-εῖον)].