ωροδείκτης

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ωροδείχτης, ο, Ν
η βελόνη στην πλάκα του ρολογιού η οποία δείχνει τις ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ώρα + δείκτης (< δεικνύω). Ο τ. ωροδείκτης μαρτυρείται από το 1761 στον Ιωσ. Μοισιόδακα].