ωχροκίτρινος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, υποκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, υποκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].