και αγιαστήρα, η
1. το σκεύος (συνήθως ορειχάλκινο), που περιέχει αγιασμένο νερό, με το οποίο ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς
2. κλωνάρι βασιλικού, που χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίσει με αγιασμό τους πιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁγιαστούριν < μτγν. ἁγιαστήριον.