άδηκτος

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄδηκτος, -ον) δάκνω
αυτός που δεν τον δάγκωσαν, ο αδάγκωτος
αρχ.
1. άθικτος, απείραχτος, ανέγγιχτος, άβλαφτος
2. ο μη δηκτικός
3. (κυρίως για ξύλα) αυτός που δεν φαγώθηκε από σκουλήκια
4. απαθής, ασυγκίνητος, απρόσβλητος (από αγάπη, θυμό κ.λπ.).