ἄδηκτος

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδηκτος Medium diacritics: ἄδηκτος Low diacritics: άδηκτος Capitals: ΑΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: ádēktos Transliteration B: adēktos Transliteration C: adiktos Beta Code: a)/dhktos

English (LSJ)

ἄδηκτον, (δάκνω)
A not gnawed or not worm-eaten, Hes.Op.420 (Sup.); not bitten, Dsc.2.60,al.
2 metaph., unmolested, Phld. D.3Fr.81, Plu.2.864c. Adv. ἀδήκτως = without biting, ib.448a.
3 unaffected, untouched, by love, anger, etc., in Adv. ἀδήκτως = without remorse, without regret, Phld.Mort.34, Plu.Pomp. 2, M.Ant.11.18, Eun.VSp.495B.
II Act., not biting or not pungent, Hp.Mul.1.11, Dsc.1.30: Comp. ἀδηκτότερος less stimulating, Aret. CA1.10.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [comp. ἀδηκτότερος Gal.14.436]
I 1no mordido ἀδηκτοτάτη πέλεται ... ὕλη (es cuando) menos atacada (por gusanos) resulta la madera Hes.Op.420.
2 invulnerable a las mordeduras venenosas κάμπαι ... ἐπιχριόμεναι σὺν ἐλαίῳ ἀδήκτους ὑπὸ τῶν ἰοβόλων φυλάσσειν λέγονται Dsc.2.60, (ἔχιον) οὐ μόνον τοῖς δηχθεῖσιν ὑπὸ ἑρπετῶν βοηθεῖ ... ἀλλὰ καὶ τοὺς προπιόντας ἀδήκτους τηρεῖ Dsc.4.27, cf. Dsc.3.83.2, Cyran.5.18.4.
3 fig. inmune παθητικοῖς [τοιού] τοις Phld.D.3.fr.81.1, cf. Plu.2.864c, Eun.VS 495.
II 1que no muerde, que no pica o irrita φάρμακα Hp.Mul.1.11, cf. Gal.10.199, 14.436, del aceite no onfacino, Dsc.1.30, γλισχρότης Gal.6.634.
2 fig. no estimulante Aret.CA 1.10.13.
III adv. ἀδήκτως
1 sin sentir molestia, sin sentir irritación Plu.2.448a, Pomp.2, M.Ant.11.18.4, Phld.Mort.34.11.
2 sin ser afectado (por pasiones, etc.) ἀ. ἔχειν Epicur.Fr.[27] 1.10.

German (Pape)

[Seite 33] nicht gebissen, ὕλη ἀδηκτοτάτη Hes. O. 418, am wenigsten von Würmern angefressen; übertr., οὐδὲ τοῦτο ἄδηκτον παρῆκε Plut. Her. malign. 30, ungeschmäht; ψυχή, ungekränkt, M. Anton. 11, 18. – Adv., ἀδήκτως ἀπελθεῖν Plut. Pomp. 2; – act., nicht beißend, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non mordu, d'où
1 non déchiré, non attaqué;
2 sans atteinte ; sans regret.
Étymologie: , δάκνω.

Russian (Dvoretsky)

ἄδηκτος:
1 неизъеденный, неисточенный: ὕλη ἀδηκτοτάτη Hes. лес, совершенно не тронутый червями;
2 перен. неуязвленный, не потерпевший ущерба, не пострадавший Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδηκτος: -ον, (δάκνω) ὁ μὴ δηχθείς, ὁ μὴ καταβρωθεὶς ὑπὸ σκωλήκων (κυρίως ἐπὶ ξύλων), Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 418 (ἐν τῷ ὑπερθ. ἀδηκτοτάτη), Διοσκ. 2. 64, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ., -τως, Πλουτ. Πομπ. 2. 2) μεταφ., ἀβλαβής, ὃν δὲν ἐπέπληξέ τις, Πλούτ. 2. 864C. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 448Α· ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ δάκνων, οὐχὶ δηκτικός, Ἱππ. 596. 4, Διοσκ. 1. 29, πρβλ. Schäf. Εὐρ. Ἑκ. 1117.

Greek Monotonic

ἄδηκτος: -ον (δάκνω), αδάγκωτος, αδιάβρωτος ή αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια, σε Ησίοδ. (στον υπερθ. ἀδηκτοτάτη)· επίρρ. -τως, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δάκνω
unbitten, not gnawed or worm eaten, Hes.; adv. ἀδήκτως, Plut.