απαθής
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
(AM ἀπαθής, -οῦς, -ές) πάθος
ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος
αρχ.-μσν.
αβλαβής, υγιής
αρχ.
1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ.
«ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.)
2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», Ηρόδ.)
3. ατιμώρητος («χάριν ἴσθι ἐὼν ἀπαθής» — να χρωστάς χάρη που δεν τιμωρήθηκες, Ηρόδ.)
4. (για αφηρημένες έννοιες) εκείνος που δεν υπόκειται σε μεταβολή («ἀπαθεῖς αἱ ἰδέαι», Αριστοτ.
«οὐσία ἀσώματος καὶ ἀπαθής», Πλούταρχος)
5. αυτός που δεν διεγείρει πάθη, δεν προξενεί εντύπωση
6. (Γραμμ.) «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα.