επιμίσθιο

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α ἐπιμίσθιος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιμίσθιο
πρόσθετη αμοιβή επί πλέον του κανονικού μισθού
αρχ.
ο μισθωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μισθός.