ἐνναετηρίς
English (LSJ)
A v. ἐννεετηρίς.
German (Pape)
[Seite 846] ίδος, ἡ, Zeitraum von neun Jahren, Plat. Min. 319 e; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνναετηρίς: -ίδος, ἡ, περίοδος ἐννέα ἐτῶν, Πλάτ. Μίνως 319Ε, Πλούτ. 2. 293Β: πρβλ. τριετηρίς.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
période ou durée de neuf ans.
Étymologie: ἐνναέτηρος.
Spanish (DGE)
v. ἐννεετηρίς.
Greek Monolingual
ἐνναετηρὶς και ἐννεετηρίς, η (Α)
περίοδος εννέα ετών («τρεῑς ἄγουσιν ἐνναετηρίδας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -ετηρίς < έτος + -ηρις, θηλ. του -ηρος].