επιλογίζομαι
Greek Monolingual
ἐπιλογίζομαι (Α) επίλογος
1. σκέπτομαι, αναλογίζομαι
2. υπολογίζω, θεωρώ άξιο λόγου
3. απαγγέλλω τον επίλογο ρητορικού λόγου.
ἐπιλογίζομαι (Α) επίλογος
1. σκέπτομαι, αναλογίζομαι
2. υπολογίζω, θεωρώ άξιο λόγου
3. απαγγέλλω τον επίλογο ρητορικού λόγου.