επίλογος
From LSJ
Greek Monolingual
ο (AM ἐπίλογος)
1. το τελευταίο μέρος ρητορικού λόγου ή βιβλίου
2. συμπέρασμα
νεοελλ.
αποτέλεσμα πράξεων που προηγήθηκαν («επίλογος της διαφωνίας ήταν ο φόνος»)
μσν.
μαγική επωδή, ξόρκι
αρχ.
1. το τέλος του δράματος, έξοδος
2. επεξηγηματική πρόταση που ακολουθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγος (< λέγω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα -λογ- του θ. λεγ-].