ἐπιμανθάνω

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A learn besides or after, opp. προμανθάνω, Th.1.138: c.inf., Hdt.1.131; εἰ . . Id.2.160.

German (Pape)

[Seite 960] (s. μανθάνω), dazu, danach lernen, Her. 1, 131. 2, 160; Ggstz προμανθάνω, Thuc. 1, 138; Xen. Oec. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμανθάνω: μέλλ. -μᾰθήσομαι, μανθάνω προσέτιμετὰ ταῦτα, ἀντίθετον τῷ προμανθάνω, Θουκ. 1. 138· μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 131· εἰ.. ὁ αὐτ. 2. 160.

French (Bailly abrégé)

apprendre en outre ou ensuite.
Étymologie: ἐπί, μανθάνω.

Greek Monolingual

ἐπιμανθάνω (Α) μανθάνω
μαθαίνω επί πλέον ή μαθαίνω κατόπιν («oὔτε προμαθὼν ἐς αὐτὴν οὐδὲν οὔτ’ ἐπιμαθών», Θουκ.).