επισιτισμός
Greek Monolingual
ο (AM ἐπισιτισμός) επισιτίζω
εφοδιασμός, προμήθεια τροφίμων («ο επισιτισμός του στρατού»)
αρχ.
αποθήκευση τροφίμων.
ο (AM ἐπισιτισμός) επισιτίζω
εφοδιασμός, προμήθεια τροφίμων («ο επισιτισμός του στρατού»)
αρχ.
αποθήκευση τροφίμων.