ἐπισιτισμός

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισῑτισμός Medium diacritics: ἐπισιτισμός Low diacritics: επισιτισμός Capitals: ΕΠΙΣΙΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: episitismós Transliteration B: episitismos Transliteration C: episitismos Beta Code: e)pisitismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A furnishing oneself with provisions, foraging, X.HG3.2.26, An.1.5.9.
2. stock or store of provisions, ib.7.1.9, D.34.7, J.BJ3.5.3, Ev. Luc.9.12; ἔχοντες ἐπισιτις μὸν ἡμερῶν μ Philipp. ap. D.18.157; ἐ. ἀννώνης OGI200.15 (Axum, iv A.D.): in plural, Hdn.6.7.1.

German (Pape)

[Seite 978] ὁ, das Herbeischaffen, Mitnehmen von Lebensmitteln, Fouragiren, Xen. Hell. 3, 2, 26; der Proviant, Vorrath im Kriege, An. 1, 5, 9 u. öfter; auf dem Schiffe, Dem. 34, 7 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de s'approvisionner de vivres ou de fourrage;
2 approvisionnement de vivres ou de fourrage.
Étymologie: ἐπισιτίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισῑτισμός:
1 заготовка продовольствия, закупка съестных припасов (τῇ Πελοποννήσῳ Xen.);
2 запас продовольствия, съестные припасы: ἐ. ἡμερῶν μ᾽ (= τετταράκοντα) Dem. сорокадневный запас продовольствия.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισῑτισμός: ὁ, (ἐπισιτίζομαι) τὸ ἐπισιτίζεσθαι, λαμβάνειν ἐφόδια, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 26, Ἀν. 1. 5, 9. 2) ἀποθήκη ἐφοδίων, αὐτόθι 7. 1, 9· ἔχοντες ἐπισιτισμὸν ἡμερῶν μ’ Φίλιππος παρὰ Δημ. 280. 11· ἐπ. ἀννώνης Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 15· κατὰ πληθ., Ἡρῳδιαν. 6. 7.

English (Strong)

from a compound of ἐπί and a derivative of σῖτος; a provisioning, i.e. (concretely) food: victuals.

English (Thayer)

ἐπισιτισμοῦ, ὁ (ἐπιστίζομαι to provision oneself);
1. a foraging, providing food (Xenophon, Plutarch, others).
2. supplies, provisions, food (A. V. victuals): Sept., Xenophon, Demosthenes, Herodian, others).

Greek Monolingual

ο (AM ἐπισιτισμός) επισιτίζω
εφοδιασμός, προμήθεια τροφίμων («ο επισιτισμός του στρατού»)
αρχ.
αποθήκευση τροφίμων.

Greek Monotonic

ἐπισῑτισμός: ὁ,
1. εφοδιασμός με προμήθειες, προμήθεια ζωοτροφών, σε Ξεν.
2. απόθεμα ή αποθήκη προμηθειών, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπισῑτισμός, ὁ, [from ἐπισῑτίζομαι]
1. a furnishing oneself with provisions, foraging, Xen.
2. a stock or store of provisions, Xen.

Chinese

原文音譯:™pisitismÒj 誒披-西提士摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-穀粒
字義溯源:糧食,供應品,食物,喫的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(σιτίον / σῖτος)*=穀類,麥)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 食物(1) 路9:12