επισιτίζω
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek Monolingual
(AM ἐπισιτίζομαι) σιτίζω
μέσ. ἐπισιτίζομαι
εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα τρόφιμα
νεοελλ.
εφοδιάζω κάποιον με τα αναγκαία τρόφιμα
αρχ.
μέσ. α) προμηθεύομαι κάποιο εφόδιο («ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι», Θουκ.)
β) παρασιτώ.