εντριβή

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η ενέργεια του εντρίβω, τρίψιμο
2. ιατρ. το τρίψιμο του δέρματος, με την παλάμη ή με ειδικό όργανο, για να προκληθεί υπεραιμία ή να απορροφηθεί φαρμακευτική ή άλλη ουσία
3. συνεκδ. η αλοιφή ή το υγρό που χρησιμοποιείται για τρίψιμο.