ἐργοδοσία

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ἡ,

   A letting out work, Arch.Anz.1904.8(Milet.).

Greek Monolingual

η (AM ἐργοδοσία)
νεοελλ.
οι εργοδότες ως ομάδα ή ως τάξη
αρχ.-μσν.
η ανάθεση εργασίας για εκτέλεση.