ανάθεση

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

η (Α ἀνάθεσις) ἀνατίθημι
νεοελλ.
το να αφήνει κανείς σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφόρτιση, εντολή για εκτέλεση μιας πράξης
αρχ.
προσφορά αναθήματος, αφιέρωση αναθήματος σε ναό.