επιχωμάτωση

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
συσσώρευση χώματος για ανύψωση του εδάφους, κατασκευή φράγματος ή πλήρωση κοιλότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχωματώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].