επιτεχνώμαι

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπιτεχνῶμαι, -άομαι (Α)
1. επινοώ δόλους για κάποιο σκοπό, μηχανορραφώ («βουλὴν ἐνταῡθα σοφωτάτην Πεισίστρατος ἐπιτεχνᾱται», Ηρόδ.)
2. εφευρίσκω, μηχανεύομαι εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεχνώμαι (< τέχνη)].