ἐράνησις

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

   A v. ἐράνισις.

Greek Monolingual

ἐράνησις, ἡ (Α)
φρ. «ἐράνησις προβάτων» — το να τρέφει κάποιος πρόβατα, το να είναι βοσκός προβάτων.