ἐράνησις

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰνησις Medium diacritics: ἐράνησις Low diacritics: εράνησις Capitals: ΕΡΑΝΗΣΙΣ
Transliteration A: eránēsis Transliteration B: eranēsis Transliteration C: eranisis Beta Code: e)ra/nhsis

English (LSJ)

v. ἐράνισις.

Greek Monolingual

ἐράνησις, ἡ (Α)
φρ. «ἐράνησις προβάτων» — το να τρέφει κάποιος πρόβατα, το να είναι βοσκός προβάτων.