δολιόμητις

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ,

   A crafty-minded, A.Supp.750 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 654] ιδος, listiges Sinnes, Aesch. Suppl. 731, nach Wellauer.

Greek (Liddell-Scott)

δολιόμητις: -ιδος, ὁ, ἡ, δολιόφρων, πανοῦργος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 750.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
à l’esprit perfide.
Étymologie: δόλιος, μῆτις.

Spanish (DGE)

-ιδος
astuto, taimado οὐλόφρονες δὲ καὶ δολ<ι>ομήτιδες de los egipcios, A.Supp.750.

Greek Monolingual

δολιόμητις, ο (Α)
πανούργος.