εξαγνιστήριος
Greek Monolingual
-α, -ο
αυτός με τον οποίο γίνεται ο εξαγνισμός, εξιλαστήριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].
-α, -ο
αυτός με τον οποίο γίνεται ο εξαγνισμός, εξιλαστήριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].