αέρινος

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ἀγέρινος, -η, -ο (Α ἀέρινος, -ίνη, -ον) ἀήρ
1. ο όμοιος με αέρα κατά τη σύσταση, αερώδης
2. ο όμοιος με τον αέρα κατά το χρώμα, ουρανόχρωμος, γαλάζιος
νεοελλ.
1. αυτός που μοιάζει με τον αέρα και τις ιδιότητες του, ελαφρός, λεπτός, διάφανος ή δροσερός
2. αυτός που διαγράφεται, που σχηματίζεται στον αέρα.