αθηναϊκός

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀθηναϊκός, -ή, -όν) και αθηναίικος, -η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα και τους Αθηναίους, ή που προέρχεται από την Αθήνα
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην Αθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀθηναϊκὸς παράγεται από το Ἀθῆναι: Ἀθηναι-ικὸς > Ἀθηναϊκός, με σίγηση του ι της διφθόγγου για αποφυγή της κακοφωνίας, που δημιουργούσαν τα δυο αλλεπάλληλα ι (αι-ι)
(πρβλ. τροχαΐος-τροχαϊκός, ἀρχαῖος-ἀρχαϊκός κ. τ. ό)].