Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-η, -ο (ΑΜ εὐρύχωρος, -ον)αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένοςαρχ.αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. απλό-χωρος, στενό-χωρος].