εὕρετρα

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

τά,

   A reward given to finder of lost property, Ulp.in Dig. 47.2.43.

Greek Monolingual

τα (ΑΜ εὕρετρα, τὰ και σπαν. εν. εὕρετρον, τὸ)
η αμοιβή που καταβάλλεται σε κάποιον ο οποίος βρήκε κάτι από αυτόν που το είχε χάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευρε- (του ευρίσκω) + κατάλ. -τρα (πρβλ. δίδακ-τρα, εξέτασ-τρα)].