εὐθυρρημοσύνη

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ἡ,

   A plainness of speech, Phld.Rh.2.281 S., M.Ant.11.6, S.E.M.2.22.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυρρημοσύνη: ἡ, παρρησία λόγου, τὸ λαλεῖν ἄνευ ὑπεκφυγῶν ἢ συστολῆς, εὐθυέπεια, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 72.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
franchise.
Étymologie: εὐθυρρήμων.

Greek Monolingual

εὐθυρρημοσύνη, ἡ (Α) ευθυρρήμων
η ευθύτητα του λόγου, η παρρησία.