εὐθυρρημοσύνη

English (LSJ)

ἡ, plainness of speech, Phld.Rh.2.281 S., M.Ant.11.6, S.E.M.2.22.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
franchise.
Étymologie: εὐθυρρήμων.

German (Pape)

ἡ, das Geradheraussprechen, die freie, offene Rede, Sext.Emp. adv.rhet. 22; M.Anton. 11.6; die Rücksichtslosigkeit im Sprechen, neben αἰσχρορρημοσύνη erwähnt, Poll. 2.129.

Russian (Dvoretsky)

εὐθυρρημοσύνη:прямота, откровенность Sext.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυρρημοσύνη: ἡ, παρρησία λόγου, τὸ λαλεῖν ἄνευ ὑπεκφυγῶν ἢ συστολῆς, εὐθυέπεια, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 72.

Greek Monolingual

εὐθυρρημοσύνη, ἡ (Α) ευθυρρήμων
η ευθύτητα του λόγου, η παρρησία.