εὔφιμος

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A well-bitted, well-bridled, Hdn.Epim.178 (hence εὐφῑμία, v. εὐκαμία).    II astringent, styptic, Nic.Al.275.

German (Pape)

[Seite 1106] 1) sehr zusammenziehend, Nic. Al. 275. – 2) vom Pferde, dem ein Gebiß gut anzulegen ist, Hdn. epimer. 178.

Greek (Liddell-Scott)

εὔφῑμος: εὐχαλίνωτος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 178. ΙΙ. ὁ φιμῶν τῇ στύψει, στυπτικός, εὐφίμου καρπὸν μύρτου Νικ. Ἀλεξις. 275.

Greek Monolingual

εὔφιμος, -ον (Α)
1. (για άλογο) ευχαλίνωτος, που δέχεται εύκολα χαλινό
2. αυτός που σταματάει με τη στύψη, ο στυπτικός, ο αιμοστατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιμός «φίμωτρο»].