στύψη

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source

Greek Monolingual

η / στῡψις, -ύψεως, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα
2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο
νεοελλ.
χημ. η στυπτηρία
αρχ.
1. (σχετικά με δέρμα) συστολή, συρρίκνωση
2. (για τροφή) πρόκληση δυσκοιλιότητας
3. (στην αρωματοποιία) συμπύκνωση του ελαίου, η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση διαφόρων στυπτικών ουσιών προκειμένου να διατηρηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το άρωμα του μίγματος
4. μτφ. ασκητισμός.