έφηβος
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος)
αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» — να γραφούν στα ληξιαρχικά βιβλία τών εφήβων (Πλάτ.)
2. πάπ. παιδί («καλός ἐστιν ἔφηβος ὁ σός»)
3. νέα κοπέλα («τῷ ὀνόματι τῆς γυναικός καὶ ἡ ἔφηβος παρθένος δηλοῡται», Βασ.)
4. είδος ποτηριού
5. είδος γυναικείου υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηβος (< ἥβη), πρβλ. άν-ηβος, πρόσ-ηβος].