εὐκόρυθος

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον, (κόρυς)

   A with beautiful helmet, Opp.C.1.363.

German (Pape)

[Seite 1075] wohlbehelmt, Opp. C. 1, 363.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκόρῠθος: -ον, (κόρυς) ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ὀππ. Κυν. 1. 363.

Greek Monolingual

εὐκόρυθος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ωραία περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κόρυθος (< κόρυς, -θος), πρβλ. ιππο-κόρυθος, τρι-κόρυθος.