εὐκέλαδος

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A well-sounding, melodious, λωτός E.Ba.160 (lyr.); χοροί Ar.Nu.312 (lyr.); μολπά AP7.194 (Mnasalc.); κιθάρης γῆρυς Not.Scav.1912.459 (Ostia), cf. Epic. in Arch.Pap.7.8.

German (Pape)

[Seite 1074] wohltönend (lärmend), λωτός, von der Flöte, Eur. Bacch. 160; χοροί Ar. Nubb. 311; μάστιγες Opp. C. 4, 158; μολπή Mnasale. 11 (VII, 194); σύριγξ Alcaeus 12 (Plan. 226).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκέλᾰδος: -ον, καλῶς ἠχῶν, μελῳδικός, λωτός... εὐκέλαδος, ἐπὶ αὐλοῦ, Εὐρ. Βάκχ. 160· εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα, «εὐμούσων καὶ ἡδέων» (Σχόλ.,) Ἀριστοφ. Νεφ. 312· μολπὰ Ἀνθ. ΙΙ. 7. 194, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit sonore ou mélodieux.
Étymologie: εὖ, κέλαδος.

Greek Monolingual

εὐκέλαδος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ηχεί καλά, ο μελωδικός, ο αρμονικός («εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κέλαδος «αρμονικός ήχος» (πρβλ. δυσ-κέλαδος, Εγ-κέλαδος)].