εὐκέλαδος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
εὐκέλαδον, well-sounding, melodious, λωτός E.Ba.160 (lyr.); χοροί Ar.Nu.312 (lyr.); μολπά AP7.194 (Mnasalc.); κιθάρης γῆρυς Not.Scav.1912.459 (Ostia), cf. Epic. in Arch.Pap.7.8.
German (Pape)
[Seite 1074] wohltönend (lärmend), λωτός, von der Flöte, Eur. Bacch. 160; χοροί Ar. Nubb. 311; μάστιγες Opp. C. 4, 158; μολπή Mnasale. 11 (VII, 194); σύριγξ Alcaeus 12 (Plan. 226).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bruit sonore ou mélodieux.
Étymologie: εὖ, κέλαδος.
Russian (Dvoretsky)
εὐκέλᾰδος: сладкозвучный, певучий (λωτός Eur.; χοροί Arph.; μολπή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκέλᾰδος: -ον, καλῶς ἠχῶν, μελῳδικός, λωτός... εὐκέλαδος, ἐπὶ αὐλοῦ, Εὐρ. Βάκχ. 160· εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα, «εὐμούσων καὶ ἡδέων» (Σχόλ.,) Ἀριστοφ. Νεφ. 312· μολπὰ Ἀνθ. ΙΙ. 7. 194, κτλ.
Greek Monolingual
εὐκέλαδος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ηχεί καλά, ο μελωδικός, ο αρμονικός («εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κέλαδος «αρμονικός ήχος» (πρβλ. δυσκέλαδος, Εγκέλαδος)].
Greek Monotonic
εὐκέλᾰδος: -ον, εύηχος, μελωδικός, σε Ευρ., Αριστοφ.