εὐηπελής
English (LSJ)
ές,
A prosperous, Hsch. (glossed by πρᾶοι, wh. however belongs to εὐήνιοι; perh. fr. *ἀπελος 'strength', cf. ONorse afl 'strength'; v. ἀναπελάσας, ἀνηπελίη, κακηπελίη, νηπελέω, ὀλιγηπελέω).
German (Pape)
[Seite 1067] ές (πέλομαι), sich wohl befindend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηπελής: -ές, (πέλομαι) πρᾶος, εὐήνιος, Ἡσύχ.