αιμοφόρος

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός μέσα από τον οποίο κυκλοφορεί το αίμα.
2. φρ. «αιμοφόρα αγγεία» (Ανατ.)
οι σωληνοειδείς σχηματισμοί, μέσα στους οποίους κυκλοφορεί στον οργανισμό, σε κλειστό σύστημα, το αίμα. Περιλαμβάνουν τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή.