Ακαδημία
Greek Monolingual
η (Α Ἀκαδημία)
νεοελλ.
1. ανώτατο πνευματικό ίδρυμα που αποβλέπει στην προαγωγή της επιστήμης και της τέχνης
2. το κτήριο όπου στεγάζεται η Ακαδημία
3. ανώτερη σχολή θεωρητικών ή πρακτικών σπουδών
«Παιδαγωγική Ακαδημία»
αρχ.
η Ακαδήμεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεώτερος όρος Ακαδήμια, που σήμαινε αρχικά την «ανώτατη σχολή, το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα», απ’όπου μετά η έννοια του «ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος», προέρχεται από τον γαλλ. όρο academie < ιταλ. αcademia < λατ. academia < ελλ. Ακαδήμεια, Ακαδημία.
ΠΑΡ. ακαδημαϊκός, ακαδημαΐζω].